κολωνίας

κολωνίας
κολωνίᾱς , κολωνία
colonia
fem acc pl
κολωνίᾱς , κολωνία
colonia
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Κολωνίας, Ιωάννης — (Ζάκυνθος 1868 – Καρυές, Άγιον Όρος 1920). Σατιρικός ποιητής. Ίδρυσε το 1894 το έμμετρο σατιρικό περιοδικό Κουτούζης. Υπήρξε επίσης εκδότης σατιρικών ημερολογίων με τον τίτλο Του Κουτούζη καζαμίας (1897 1900). Το 1905 δημοσίευσε σε δύο φυλλάδια… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • μάρκο — (Mark). Πρώην νομισματική μονάδα της Γερμανίας, η οποία απέκτησε την ονομασία της από μία σκανδιναβική μονάδα βάρους για πολύτιμα μέταλλα. Στο παρελθόν κυκλοφορούσαν ευρύτατα το μ. της Κολωνίας ή αυτοκρατορικό, το μ. της Ρώμης ή παπικό, το μ. του …   Dictionary of Greek

  • νερολί — το χημ. αιθέριο έλαιο που λαμβάνεται με απόσταξη τών ανθέων τής νεραντζιάς και χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία για την παρασκευή εκλεκτής κολώνιας και άλλων αρωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. neroli < ιταλ. neroli… …   Dictionary of Greek

  • πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… …   Dictionary of Greek

  • ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν …   Dictionary of Greek

  • Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία — Μεσαιωνική αυτοκρατορία της κεντρικής Ευρώπης. Ως τυπική απαρχή της αναφέρεται το 961 (με ιδρυτή τον Όθωνα Α’ τον Μεγάλο) και ως τυπική λήξη της το 1806, οπότε ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος Β’ των Αψβούργων παραιτήθηκε από τον τίτλο του Ρωμαίου… …   Dictionary of Greek

  • Άλντερ, Κουρτ — (Kurt Alder, Κένιγκσχιτε 1902 – Κολωνία 1958). Γερμανός χημικός. Πήρε το δίπλωμά του το 1926. Από το 1936 έως το 1940 ήταν καθηγητής της χημείας στο πανεπιστήμιο του Κιέλου και διευθυντής του τμήματος ερευνών της IG Farben στο Λεβερκούζεν, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Αττίλας — (5ος αι. μ.Χ.). Βασιλιάς των Ούννων από το 434 έως το 453. Διαδέχτηκε τον Ρουγίλα και μοιράστηκε την εξουσία έως το 442 με τον αδελφό του Βλέδα, που ο ίδιος σκότωσε. Όταν έμεινε μόνος, ένωσε κάτω από την εξουσία του όλες τις λευκές φυλές των… …   Dictionary of Greek

  • Βαν ντε Βέλντε, Χένρι — (Henri Van de Velde, Αμβέρσα 1863 – Ζυρίχη 1957). Βέλγος αρχιτέκτονας και σχεδιαστής (designer), από τους κυριότερους εκπροσώπους του κινήματος του νέου ρυθμού (art nouveau) και μεγάλος πρωτοπόρος της σύγχρονης αρχιτεκτονικής. Ασχολήθηκε αρχικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”